Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑάλεος
ὑάλη
ὑάλη2
ὑαλίζω
ὑάλινος
ὑαλῖτις
ὑαλοειδής
ὑαλόεις
ὕαλος
ὑαλουργεῖον
ὑαλουργικός
ὑαλουργός
ὑαλόχρους
ὑαλοψός
ὑαλώδης
ὑάλωμα
ὑαλῶπις
ὑβάζω
ὑβόομαι
ὗβος
ὑβός
View word page
ὑαλουργικός
of or for making glass

ShortDef

of or for making glass

Debugging

Headword:
ὑαλουργικός
Headword (normalized):
ὑαλουργικός
Headword (normalized/stripped):
υαλουργικος
IDX:
89828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89829
Key:

Data

{'content': 'of or for making glass'}