Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυχικός
τυχιμαίως
τυχόντως
τύψις
τῶ
τῷ
τωθάζω
τώθασμα
τωθασμός
τωθαστής
τωθαστικός
τώς
υ
Ὕα
ὑάγχη
Ὑάδες
ὕαινα
ὑαίνειος
ὑαίνιος
Ὑακίνθια
View word page
τωθαστικός
mocking, scornful

ShortDef

mocking, scornful

Debugging

Headword:
τωθαστικός
Headword (normalized):
τωθαστικός
Headword (normalized/stripped):
τωθαστικος
IDX:
89798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89799
Key:

Data

{'content': 'mocking, scornful'}