Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τύχη
τυχηρός
τυχικός
τυχιμαίως
τυχόντως
τύψις
τῶ
τῷ
τωθάζω
τώθασμα
τωθασμός
τωθαστής
τωθαστικός
τώς
ὗ
υ
Ὕα
ὑάγχη
Ὑάδες
ὕαινα
ὑαίνειος
View word page
τωθασμός
scoffing, jeering
ShortDef
scoffing, jeering
Debugging
Headword:
τωθασμός
Headword (normalized):
τωθασμός
Headword (normalized/stripped):
τωθασμος
IDX:
89796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89797
Key:
Data
{'content': 'scoffing, jeering'}