Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τύχεια
τύχη
τυχηρός
τυχικός
τυχιμαίως
τυχόντως
τύψις
τῶ
τῷ
τωθάζω
τώθασμα
τωθασμός
τωθαστής
τωθαστικός
τώς
υ
Ὕα
ὑάγχη
Ὑάδες
ὕαινα
View word page
τώθασμα
jeer, taunt

ShortDef

jeer, taunt

Debugging

Headword:
τώθασμα
Headword (normalized):
τώθασμα
Headword (normalized/stripped):
τωθασμα
IDX:
89795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89796
Key:

Data

{'content': 'jeer, taunt'}