Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυφωνικός
Τυφώνιος
τυφωνοειδῶς
τυφώς
τύφωσις
τύχα
τυχαῖος
τύχεια
τύχη
τυχηρός
τυχικός
τυχιμαίως
τυχόντως
τύψις
τῶ
τῷ
τωθάζω
τώθασμα
τωθασμός
τωθαστής
τωθαστικός
View word page
τυχικός
casual, fortuitous
ShortDef
casual, fortuitous
Debugging
Headword:
τυχικός
Headword (normalized):
τυχικός
Headword (normalized/stripped):
τυχικος
IDX:
89788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89789
Key:
Data
{'content': 'casual, fortuitous'}