Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τύφω
τυφώδης
Τυφωεύς
Τυφῶν
τυφωνικός
Τυφώνιος
τυφωνοειδῶς
τυφώς
τύφωσις
τύχα
τυχαῖος
τύχεια
τύχη
τυχηρός
τυχικός
τυχιμαίως
τυχόντως
τύψις
τῶ
τῷ
τωθάζω
View word page
τυχαῖος
accidental, chance
ShortDef
accidental, chance
Debugging
Headword:
τυχαῖος
Headword (normalized):
τυχαῖος
Headword (normalized/stripped):
τυχαιος
IDX:
89784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89785
Key:
Data
{'content': 'accidental, chance'}