Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυφόω
τύφω
τυφώδης
Τυφωεύς
Τυφῶν
τυφωνικός
Τυφώνιος
τυφωνοειδῶς
τυφώς
τύφωσις
τύχα
τυχαῖος
τύχεια
τύχη
τυχηρός
τυχικός
τυχιμαίως
τυχόντως
τύψις
τῶ
τῷ
View word page
τύχα
luck, (good) fortune

ShortDef

luck, (good) fortune

Debugging

Headword:
τύχα
Headword (normalized):
τύχα
Headword (normalized/stripped):
τυχα
IDX:
89783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89784
Key:

Data

{'content': 'luck, (good) fortune'}