Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυφλώττω
τυφλώψ
τυφογέρων
τυφομανία
τυφοπλαστέω
τυφοπλάστης
τυφοποιέω
τῦφος
τυφόω
τύφω
τυφώδης
Τυφωεύς
Τυφῶν
τυφωνικός
Τυφώνιος
τυφωνοειδῶς
τυφώς
τύφωσις
τύχα
τυχαῖος
τύχεια
View word page
τυφώδης
delirious

ShortDef

delirious

Debugging

Headword:
τυφώδης
Headword (normalized):
τυφώδης
Headword (normalized/stripped):
τυφωδης
IDX:
89775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89776
Key:

Data

{'content': 'delirious'}