Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφλώψ
τυφογέρων
τυφομανία
τυφοπλαστέω
τυφοπλάστης
τυφοποιέω
τῦφος
τυφόω
τύφω
τυφώδης
Τυφωεύς
Τυφῶν
τυφωνικός
Τυφώνιος
τυφωνοειδῶς
τυφώς
τύφωσις
τύχα
τυχαῖος
View word page
τύφω
to raise a smoke
ShortDef
to raise a smoke
Debugging
Headword:
τύφω
Headword (normalized):
τύφω
Headword (normalized/stripped):
τυφω
IDX:
89774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89775
Key:
Data
{'content': 'to raise a smoke'}