Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφλώψ
τυφογέρων
τυφομανία
τυφοπλαστέω
τυφοπλάστης
τυφοποιέω
τῦφος
τυφόω
τύφω
τυφώδης
Τυφωεύς
Τυφῶν
τυφωνικός
Τυφώνιος
View word page
τυφοπλαστέω
invent a falsehood

ShortDef

invent a falsehood

Debugging

Headword:
τυφοπλαστέω
Headword (normalized):
τυφοπλαστέω
Headword (normalized/stripped):
τυφοπλαστεω
IDX:
89769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89770
Key:

Data

{'content': 'invent a falsehood'}