Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφλώψ
τυφογέρων
τυφομανία
τυφοπλαστέω
τυφοπλάστης
τυφοποιέω
τῦφος
τυφόω
τύφω
τυφώδης
Τυφωεύς
Τυφῶν
View word page
τυφογέρων
an old man dim and

ShortDef

an old man dim and

Debugging

Headword:
τυφογέρων
Headword (normalized):
τυφογέρων
Headword (normalized/stripped):
τυφογερων
IDX:
89767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89768
Key:

Data

{'content': 'an old man dim and'}