Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφλώψ
τυφογέρων
τυφομανία
τυφοπλαστέω
τυφοπλάστης
τυφοποιέω
τῦφος
τυφόω
τύφω
τυφώδης
Τυφωεύς
View word page
τυφλώψ
blind-eyed, blind
ShortDef
blind-eyed, blind
Debugging
Headword:
τυφλώψ
Headword (normalized):
τυφλώψ
Headword (normalized/stripped):
τυφλωψ
IDX:
89766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89767
Key:
Data
{'content': 'blind-eyed, blind'}