Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφλώψ
τυφογέρων
τυφομανία
τυφοπλαστέω
τυφοπλάστης
τυφοποιέω
τῦφος
τυφόω
τύφω
View word page
τύφλωσις
a making blind, blinding

ShortDef

a making blind, blinding

Debugging

Headword:
τύφλωσις
Headword (normalized):
τύφλωσις
Headword (normalized/stripped):
τυφλωσις
IDX:
89764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89765
Key:

Data

{'content': 'a making blind, blinding'}