Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυφλίας
τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφλώψ
τυφογέρων
τυφομανία
τυφοπλαστέω
τυφοπλάστης
τυφοποιέω
τῦφος
τυφόω
View word page
τυφλόω
to blind, make blind

ShortDef

to blind, make blind

Debugging

Headword:
τυφλόω
Headword (normalized):
τυφλόω
Headword (normalized/stripped):
τυφλοω
IDX:
89763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89764
Key:

Data

{'content': 'to blind, make blind'}