Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυφλάγκιστρον
τυφλίας
τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφλώψ
τυφογέρων
τυφομανία
τυφοπλαστέω
τυφοπλάστης
τυφοποιέω
τῦφος
View word page
τυφλοφόρος
carrying a blind person

ShortDef

carrying a blind person

Debugging

Headword:
τυφλοφόρος
Headword (normalized):
τυφλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
τυφλοφορος
IDX:
89762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89763
Key:

Data

{'content': 'carrying a blind person'}