Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυφήρης
τυφλάγκιστρον
τυφλίας
τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφλώψ
τυφογέρων
τυφομανία
τυφοπλαστέω
τυφοπλάστης
τυφοποιέω
View word page
τυφλότης
blindness
ShortDef
blindness
Debugging
Headword:
τυφλότης
Headword (normalized):
τυφλότης
Headword (normalized/stripped):
τυφλοτης
IDX:
89761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89762
Key:
Data
{'content': 'blindness'}