Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυφεδών
τυφήρης
τυφλάγκιστρον
τυφλίας
τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφλώψ
τυφογέρων
τυφομανία
τυφοπλαστέω
τυφοπλάστης
View word page
τυφλόστομος
with blind mouth

ShortDef

with blind mouth

Debugging

Headword:
τυφλόστομος
Headword (normalized):
τυφλόστομος
Headword (normalized/stripped):
τυφλοστομος
IDX:
89760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89761
Key:

Data

{'content': 'with blind mouth'}