Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυφεδανός
τυφεδών
τυφήρης
τυφλάγκιστρον
τυφλίας
τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφλώψ
τυφογέρων
τυφομανία
τυφοπλαστέω
View word page
τυφλός
blind

ShortDef

blind

Debugging

Headword:
τυφλός
Headword (normalized):
τυφλός
Headword (normalized/stripped):
τυφλος
IDX:
89759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89760
Key:

Data

{'content': 'blind'}