Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυτώ
τυφεδανός
τυφεδών
τυφήρης
τυφλάγκιστρον
τυφλίας
τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφλώψ
τυφογέρων
τυφομανία
View word page
τυφλόπους
with blind foot

ShortDef

with blind foot

Debugging

Headword:
τυφλόπους
Headword (normalized):
τυφλόπους
Headword (normalized/stripped):
τυφλοπους
IDX:
89758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89759
Key:

Data

{'content': 'with blind foot'}