Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυρωτός
τυτθός
τυτώ
τυφεδανός
τυφεδών
τυφήρης
τυφλάγκιστρον
τυφλίας
τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τύφλωσις
τυφλώττω
τυφλώψ
View word page
τυφλοπλαστέομαι
to be formed blind

ShortDef

to be formed blind

Debugging

Headword:
τυφλοπλαστέομαι
Headword (normalized):
τυφλοπλαστέομαι
Headword (normalized/stripped):
τυφλοπλαστεομαι
IDX:
89756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89757
Key:

Data

{'content': 'to be formed blind'}