Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυρώδης
τύρωσις
τυρωτός
τυτθός
τυτώ
τυφεδανός
τυφεδών
τυφήρης
τυφλάγκιστρον
τυφλίας
τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
τύφλωσις
View word page
τυφλίνης
blind

ShortDef

blind

Debugging

Headword:
τυφλίνης
Headword (normalized):
τυφλίνης
Headword (normalized/stripped):
τυφλινης
IDX:
89754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89755
Key:

Data

{'content': 'blind'}