Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τύρσις
τυρώδης
τύρωσις
τυρωτός
τυτθός
τυτώ
τυφεδανός
τυφεδών
τυφήρης
τυφλάγκιστρον
τυφλίας
τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
τυφλοφόρος
τυφλόω
View word page
τυφλίας
a venomous snake

ShortDef

a venomous snake

Debugging

Headword:
τυφλίας
Headword (normalized):
τυφλίας
Headword (normalized/stripped):
τυφλιας
IDX:
89753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89754
Key:

Data

{'content': 'a venomous snake'}