Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τυρσηνός
Τυρσηνός2
τύρσις
τυρώδης
τύρωσις
τυρωτός
τυτθός
τυτώ
τυφεδανός
τυφεδών
τυφήρης
τυφλάγκιστρον
τυφλίας
τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλός
τυφλόστομος
τυφλότης
View word page
τυφήρης
made from τύφη

ShortDef

made from τύφη

Debugging

Headword:
τυφήρης
Headword (normalized):
τυφήρης
Headword (normalized/stripped):
τυφηρης
IDX:
89751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89752
Key:

Data

{'content': 'made from τύφη'}