Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Τυρσηνικός
Τυρσηνίς
Τυρσηνός
Τυρσηνός2
τύρσις
τυρώδης
τύρωσις
τυρωτός
τυτθός
τυτώ
τυφεδανός
τυφεδών
τυφήρης
τυφλάγκιστρον
τυφλίας
τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοποιός
τυφλόπους
τυφλός
View word page
τυφεδανός
one with cloudy wits, a stupid fellow, dullard
ShortDef
one with cloudy wits, a stupid fellow, dullard
Debugging
Headword:
τυφεδανός
Headword (normalized):
τυφεδανός
Headword (normalized/stripped):
τυφεδανος
IDX:
89749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89750
Key:
Data
{'content': 'one with cloudy wits, a stupid fellow, dullard'}