Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Τυρσηνία
Τυρσηνικός
Τυρσηνίς
Τυρσηνός
Τυρσηνός2
τύρσις
τυρώδης
τύρωσις
τυρωτός
τυτθός
τυτώ
τυφεδανός
τυφεδών
τυφήρης
τυφλάγκιστρον
τυφλίας
τυφλίνης
τυφλογενής
τυφλοπλαστέομαι
τυφλοποιός
τυφλόπους
View word page
τυτώ
night-owl
ShortDef
night-owl
Debugging
Headword:
τυτώ
Headword (normalized):
τυτώ
Headword (normalized/stripped):
τυτω
IDX:
89748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89749
Key:
Data
{'content': 'night-owl'}