Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυροφορεῖον
τυροφόρος
τυρόω
τυρρηνίζω
Τυρρηνικός
Τυρρηνικουργής
τυρρηνολέτης
Τυρρηνός
Τυρσηνία
Τυρσηνικός
Τυρσηνίς
Τυρσηνός
Τυρσηνός2
τύρσις
τυρώδης
τύρωσις
τυρωτός
τυτθός
τυτώ
τυφεδανός
τυφεδών
View word page
Τυρσηνίς
Etruscan, Tyrrhenian

ShortDef

Etruscan, Tyrrhenian

Debugging

Headword:
Τυρσηνίς
Headword (normalized):
τυρσηνίς
Headword (normalized/stripped):
τυρσηνις
IDX:
89740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89741
Key:

Data

{'content': 'Etruscan, Tyrrhenian'}