Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυροφάγος
τυροφορεῖον
τυροφόρος
τυρόω
τυρρηνίζω
Τυρρηνικός
Τυρρηνικουργής
τυρρηνολέτης
Τυρρηνός
Τυρσηνία
Τυρσηνικός
Τυρσηνίς
Τυρσηνός
Τυρσηνός2
τύρσις
τυρώδης
τύρωσις
τυρωτός
τυτθός
τυτώ
τυφεδανός
View word page
Τυρσηνικός
Tyrrhenian, Etruscan

ShortDef

Tyrrhenian, Etruscan

Debugging

Headword:
Τυρσηνικός
Headword (normalized):
τυρσηνικός
Headword (normalized/stripped):
τυρσηνικος
IDX:
89739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89740
Key:

Data

{'content': 'Tyrrhenian, Etruscan'}