Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυροπώλης
τυροπωλικῶς
τυρός
Τύρος
τυροτάριχος
τυροτόμος
Τυροφάγος
τυροφάγος
τυροφορεῖον
τυροφόρος
τυρόω
τυρρηνίζω
Τυρρηνικός
Τυρρηνικουργής
τυρρηνολέτης
Τυρρηνός
Τυρσηνία
Τυρσηνικός
Τυρσηνίς
Τυρσηνός
Τυρσηνός2
View word page
τυρόω
make into cheese, curdle

ShortDef

make into cheese, curdle

Debugging

Headword:
τυρόω
Headword (normalized):
τυρόω
Headword (normalized/stripped):
τυροω
IDX:
89732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89733
Key:

Data

{'content': 'make into cheese, curdle'}