Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιπάλλομαι
ἀντίπαλος
ἀντιπαραβαίνω
ἀντιπαραβάλλω
ἀντιπαραβλητέον
ἀντιπαραβολή
ἀντιπαραγγελία
ἀντιπαραγγέλλω
ἀντιπαραγραφή
ἀντιπαραγράφω
ἀντιπαράγω
ἀντιπαραγωγή
ἀντιπαραδέχομαι
ἀντιπαραδίδωμι
ἀντιπαράδοσις
ἀντιπαράθεσις
ἀντιπαραθέω
ἀντιπαραινέω
ἀντιπαραιτέομαι
ἀντιπαρακαλέω
ἀντιπαράκειμαι
View word page
ἀντιπαράγω
to lead the army against, advance to meet the enemy

ShortDef

to lead the army against, advance to meet the enemy

Debugging

Headword:
ἀντιπαράγω
Headword (normalized):
ἀντιπαράγω
Headword (normalized/stripped):
αντιπαραγω
IDX:
8972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8973
Key:

Data

{'content': 'to lead the army against, advance to meet the enemy'}