Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Τυρογλύφος
τυρόεις
τύροκλεψ
τυρόκνηστις
τυροκομεῖον
τυροκομέω
τυροκόσκινον
τυρόμαντις
τυρόνωτος
τυροξόος
τυροποιέω
τυροποιία
τυροποιικός
τυροποιός
τυροπρασία
τυροπωλέω
τυροπώλης
τυροπωλικῶς
τυρός
Τύρος
τυροτάριχος
View word page
τυροποιέω
to make cheese
ShortDef
to make cheese
Debugging
Headword:
τυροποιέω
Headword (normalized):
τυροποιέω
Headword (normalized/stripped):
τυροποιεω
IDX:
89716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89717
Key:
Data
{'content': 'to make cheese'}