Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τύρμα
τυρνες
τυροβόλιον
Τυρογλύφος
τυρόεις
τύροκλεψ
τυρόκνηστις
τυροκομεῖον
τυροκομέω
τυροκόσκινον
τυρόμαντις
τυρόνωτος
τυροξόος
τυροποιέω
τυροποιία
τυροποιικός
τυροποιός
τυροπρασία
τυροπωλέω
τυροπώλης
τυροπωλικῶς
View word page
τυρόμαντις
one who divines from cheese
ShortDef
one who divines from cheese
Debugging
Headword:
τυρόμαντις
Headword (normalized):
τυρόμαντις
Headword (normalized/stripped):
τυρομαντις
IDX:
89713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89714
Key:
Data
{'content': 'one who divines from cheese'}