Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυραννοποιός
τυραννοπολίτης
τύραννος
τυραννοφόνος
Τύρας
τύρβα
τυρβάζω
τύρβασμα
τύρβη
τυρεία
τύρευμα
τυρευτήρ
τυρεύω
Τυριάειον
τυριάνθινος
τυρίδιον
Τυρίμνεια
Τύριμνος
τύρινος
τυρίον
Τύριος
View word page
τύρευμα
that which is curdled, cheese
ShortDef
that which is curdled, cheese
Debugging
Headword:
τύρευμα
Headword (normalized):
τύρευμα
Headword (normalized/stripped):
τυρευμα
IDX:
89691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89692
Key:
Data
{'content': 'that which is curdled, cheese'}