Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυραννίς
τυραννοδαίμων
τυραννοδιδάσκαλος
τυραννοκτονέω
τυραννοκτονία
τυραννοκτονικός
τυραννοκτόνος
τυραννόκτονος
τυραννοποιός
τυραννοπολίτης
τύραννος
τυραννοφόνος
Τύρας
τύρβα
τυρβάζω
τύρβασμα
τύρβη
τυρεία
τύρευμα
τυρευτήρ
τυρεύω
View word page
τύραννος
an absolute sovereign; (adj.) royal
ShortDef
an absolute sovereign; (adj.) royal
Debugging
Headword:
τύραννος
Headword (normalized):
τύραννος
Headword (normalized/stripped):
τυραννος
IDX:
89683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89684
Key:
Data
{'content': 'an absolute sovereign; (adj.) royal'}