Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τύπος
τυπουργία
τυπόω
τυπτητέος
τύπτω
τυπώδης
τύπωμα
τύπωσις
τυπωτής
τυπωτικός
τυπωτός
τυρακίνης
τυράλφιτον
τυραννεῖον
τυραννεύω
τυραννησείω
τυράννησις
τυραννητέον
τυραννία
τυραννιάω
τυραννίζω
View word page
τυπωτός
fashioned, moulded
ShortDef
fashioned, moulded
Debugging
Headword:
τυπωτός
Headword (normalized):
τυπωτός
Headword (normalized/stripped):
τυπωτος
IDX:
89661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89662
Key:
Data
{'content': 'fashioned, moulded'}