Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυπικός
τύπιον
τυπίς
τυπογράφος
τύπος
τυπουργία
τυπόω
τυπτητέος
τύπτω
τυπώδης
τύπωμα
τύπωσις
τυπωτής
τυπωτικός
τυπωτός
τυρακίνης
τυράλφιτον
τυραννεῖον
τυραννεύω
τυραννησείω
τυράννησις
View word page
τύπωμα
that which is moulded

ShortDef

that which is moulded

Debugging

Headword:
τύπωμα
Headword (normalized):
τύπωμα
Headword (normalized/stripped):
τυπωμα
IDX:
89657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89658
Key:

Data

{'content': 'that which is moulded'}