Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τύπης
τυπητός
τυπίας
τυπίδιον
τυπικός
τύπιον
τυπίς
τυπογράφος
τύπος
τυπουργία
τυπόω
τυπτητέος
τύπτω
τυπώδης
τύπωμα
τύπωσις
τυπωτής
τυπωτικός
τυπωτός
τυρακίνης
τυράλφιτον
View word page
τυπόω
to form, mould, model

ShortDef

to form, mould, model

Debugging

Headword:
τυπόω
Headword (normalized):
τυπόω
Headword (normalized/stripped):
τυποω
IDX:
89653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89654
Key:

Data

{'content': 'to form, mould, model'}