Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τύντλος
τυντλώδης
τύξις
τύπανον
τυπάριον
τυπάς
τυπετός
τυπή
τύπης
τυπητός
τυπίας
τυπίδιον
τυπικός
τύπιον
τυπίς
τυπογράφος
τύπος
τυπουργία
τυπόω
τυπτητέος
τύπτω
View word page
τυπίας
hammered, wrought
ShortDef
hammered, wrought
Debugging
Headword:
τυπίας
Headword (normalized):
τυπίας
Headword (normalized/stripped):
τυπιας
IDX:
89645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89646
Key:
Data
{'content': 'hammered, wrought'}