Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
τύντλος
τυντλώδης
τύξις
τύπανον
τυπάριον
τυπάς
τυπετός
τυπή
τύπης
τυπητός
τυπίας
τυπίδιον
τυπικός
τύπιον
τυπίς
τυπογράφος
τύπος
τυπουργία
View word page
τυπή
a blow, wound

ShortDef

a blow, wound

Debugging

Headword:
τυπή
Headword (normalized):
τυπή
Headword (normalized/stripped):
τυπη
IDX:
89642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89643
Key:

Data

{'content': 'a blow, wound'}