Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Τυμωλεῖται
Τυμωλίς
Τυνδάρεος
Τυνδαρίδης
Τυνδαρίς
Τύνης
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
τύντλος
τυντλώδης
τύξις
τύπανον
τυπάριον
τυπάς
τυπετός
τυπή
τύπης
τυπητός
τυπίας
τυπίδιον
View word page
τυντλώδης
muddy

ShortDef

muddy

Debugging

Headword:
τυντλώδης
Headword (normalized):
τυντλώδης
Headword (normalized/stripped):
τυντλωδης
IDX:
89636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89637
Key:

Data

{'content': 'muddy'}