Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυμπανώδης
Τυμωλεῖται
Τυμωλίς
Τυνδάρεος
Τυνδαρίδης
Τυνδαρίς
Τύνης
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
τύντλος
τυντλώδης
τύξις
τύπανον
τυπάριον
τυπάς
τυπετός
τυπή
τύπης
τυπητός
τυπίας
View word page
τύντλος
mud

ShortDef

mud

Debugging

Headword:
τύντλος
Headword (normalized):
τύντλος
Headword (normalized/stripped):
τυντλος
IDX:
89635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89636
Key:

Data

{'content': 'mud'}