Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυμπανοφορέομαι
τυμπανώδης
Τυμωλεῖται
Τυμωλίς
Τυνδάρεος
Τυνδαρίδης
Τυνδαρίς
Τύνης
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
τύντλος
τυντλώδης
τύξις
τύπανον
τυπάριον
τυπάς
τυπετός
τυπή
τύπης
τυπητός
View word page
τυντλάζω
to work in the mud

ShortDef

to work in the mud

Debugging

Headword:
τυντλάζω
Headword (normalized):
τυντλάζω
Headword (normalized/stripped):
τυντλαζω
IDX:
89634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89635
Key:

Data

{'content': 'to work in the mud'}