Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυμπανισμός
τυμπανιστής
τυμπανόδουπος
τυμπανοειδής
τύμπανον
τυμπανόομαι
τυμπανοτερπής
τυμπανοτρίβης
τυμπανοφορέομαι
τυμπανώδης
Τυμωλεῖται
Τυμωλίς
Τυνδάρεος
Τυνδαρίδης
Τυνδαρίς
Τύνης
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
τύντλος
τυντλώδης
View word page
Τυμωλεῖται
inhabitants of Tmolos > Τμω-
ShortDef
inhabitants of Tmolos > Τμω-
Debugging
Headword:
Τυμωλεῖται
Headword (normalized):
τυμωλεῖται
Headword (normalized/stripped):
τυμωλειται
IDX:
89626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89627
Key:
Data
{'content': 'inhabitants of Tmolos > Τμω-'}