Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τυμπανίζω
τυμπανικός
τυμπανισμός
τυμπανιστής
τυμπανόδουπος
τυμπανοειδής
τύμπανον
τυμπανόομαι
τυμπανοτερπής
τυμπανοτρίβης
τυμπανοφορέομαι
τυμπανώδης
Τυμωλεῖται
Τυμωλίς
Τυνδάρεος
Τυνδαρίδης
Τυνδαρίς
Τύνης
τυννός
τυννοῦτος
τυντλάζω
View word page
τυμπανοφορέομαι
carry drums

ShortDef

carry drums

Debugging

Headword:
τυμπανοφορέομαι
Headword (normalized):
τυμπανοφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
τυμπανοφορεομαι
IDX:
89624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89625
Key:

Data

{'content': 'carry drums'}