Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυμπανάριος
τυμπανεύς
τυμπανίας
τυμπανίζω
τυμπανικός
τυμπανισμός
τυμπανιστής
τυμπανόδουπος
τυμπανοειδής
τύμπανον
τυμπανόομαι
τυμπανοτερπής
τυμπανοτρίβης
τυμπανοφορέομαι
τυμπανώδης
Τυμωλεῖται
Τυμωλίς
Τυνδάρεος
Τυνδαρίδης
Τυνδαρίς
Τύνης
View word page
τυμπανόομαι
to be stretched tight like a drum
ShortDef
to be stretched tight like a drum
Debugging
Headword:
τυμπανόομαι
Headword (normalized):
τυμπανόομαι
Headword (normalized/stripped):
τυμπανοομαι
IDX:
89621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89622
Key:
Data
{'content': 'to be stretched tight like a drum'}