Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τύμμα
τυμπανάριος
τυμπανεύς
τυμπανίας
τυμπανίζω
τυμπανικός
τυμπανισμός
τυμπανιστής
τυμπανόδουπος
τυμπανοειδής
τύμπανον
τυμπανόομαι
τυμπανοτερπής
τυμπανοτρίβης
τυμπανοφορέομαι
τυμπανώδης
Τυμωλεῖται
Τυμωλίς
Τυνδάρεος
Τυνδαρίδης
Τυνδαρίς
View word page
τύμπανον
a kettledrum

ShortDef

a kettledrum

Debugging

Headword:
τύμπανον
Headword (normalized):
τύμπανον
Headword (normalized/stripped):
τυμπανον
IDX:
89620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89621
Key:

Data

{'content': 'a kettledrum'}