Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυμβόω
τυμβωρυχέω
τυμβωρυχία
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανάριος
τυμπανεύς
τυμπανίας
τυμπανίζω
τυμπανικός
τυμπανισμός
τυμπανιστής
τυμπανόδουπος
τυμπανοειδής
τύμπανον
τυμπανόομαι
τυμπανοτερπής
τυμπανοτρίβης
τυμπανοφορέομαι
τυμπανώδης
Τυμωλεῖται
View word page
τυμπανισμός
beating of drums, drumming
ShortDef
beating of drums, drumming
Debugging
Headword:
τυμπανισμός
Headword (normalized):
τυμπανισμός
Headword (normalized/stripped):
τυμπανισμος
IDX:
89616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89617
Key:
Data
{'content': 'beating of drums, drumming'}