Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυμβόχωστος
τυμβόω
τυμβωρυχέω
τυμβωρυχία
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανάριος
τυμπανεύς
τυμπανίας
τυμπανίζω
τυμπανικός
τυμπανισμός
τυμπανιστής
τυμπανόδουπος
τυμπανοειδής
τύμπανον
τυμπανόομαι
τυμπανοτερπής
τυμπανοτρίβης
τυμπανοφορέομαι
τυμπανώδης
View word page
τυμπανικός
suffering from τυμπανίας ὕδρωψ
ShortDef
suffering from τυμπανίας ὕδρωψ
Debugging
Headword:
τυμπανικός
Headword (normalized):
τυμπανικός
Headword (normalized/stripped):
τυμπανικος
IDX:
89615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89616
Key:
Data
{'content': 'suffering from τυμπανίας ὕδρωψ'}