Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβόω
τυμβωρυχέω
τυμβωρυχία
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανάριος
τυμπανεύς
τυμπανίας
τυμπανίζω
τυμπανικός
τυμπανισμός
τυμπανιστής
τυμπανόδουπος
τυμπανοειδής
τύμπανον
τυμπανόομαι
τυμπανοτερπής
τυμπανοτρίβης
τυμπανοφορέομαι
View word page
τυμπανίζω
to beat a drum
ShortDef
to beat a drum
Debugging
Headword:
τυμπανίζω
Headword (normalized):
τυμπανίζω
Headword (normalized/stripped):
τυμπανιζω
IDX:
89614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89615
Key:
Data
{'content': 'to beat a drum'}