Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τυμβοῦχος
τυμβοφάντης
τυμβοφόνος
τυμβοχοέω
τυμβοχόη
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβόω
τυμβωρυχέω
τυμβωρυχία
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανάριος
τυμπανεύς
τυμπανίας
τυμπανίζω
τυμπανικός
τυμπανισμός
τυμπανιστής
τυμπανόδουπος
τυμπανοειδής
View word page
τυμβωρύχος
one who digs up graves, a grave-robber
ShortDef
one who digs up graves, a grave-robber
Debugging
Headword:
τυμβωρύχος
Headword (normalized):
τυμβωρύχος
Headword (normalized/stripped):
τυμβωρυχος
IDX:
89609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89610
Key:
Data
{'content': 'one who digs up graves, a grave-robber'}