Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τύμβος
τυμβοῦχος
τυμβοφάντης
τυμβοφόνος
τυμβοχοέω
τυμβοχόη
τυμβοχόος
τυμβόχωστος
τυμβόω
τυμβωρυχέω
τυμβωρυχία
τυμβωρύχος
τύμμα
τυμπανάριος
τυμπανεύς
τυμπανίας
τυμπανίζω
τυμπανικός
τυμπανισμός
τυμπανιστής
τυμπανόδουπος
View word page
τυμβωρυχία
grave-robbing

ShortDef

grave-robbing

Debugging

Headword:
τυμβωρυχία
Headword (normalized):
τυμβωρυχία
Headword (normalized/stripped):
τυμβωρυχια
IDX:
89608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89609
Key:

Data

{'content': 'grave-robbing'}